ντουμπλάρω

ντουμπλάρω
1. καλύπτω το εσωτερικό ενός ενδύματος με ύφασμα, φοδράρω
2. αντικαθιστώ έναν ηθοποιό σε ρόλο ή αντικαθιστώ τη φωνή ενός ηθοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. doubler «διπλασιάζω, φοδράρω» < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ντουμπλάρω — ντουμπλάρω, ντούμπλαρα και ντουμπλάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ντουμπλάρω — ντουμπλάρισα, ντουμπλαρίστηκα, ντουμπλαρισμένος 1. αντικαθιστώ ηθοποιό σε μια σκηνή κινηματογραφικού έργου. 2. αντικαθιστώ τη φωνή ηθοποιού σε μια κινηματογραφική ταινία. 3. φοδράρω. Ουσ. ντουμπλάρισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντουμπλάρισμα — το [ντουμπλάρω] το αποτέλεσμα τού ντουμπλάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”