- ντουμπλάρω
- 1. καλύπτω το εσωτερικό ενός ενδύματος με ύφασμα, φοδράρω2. αντικαθιστώ έναν ηθοποιό σε ρόλο ή αντικαθιστώ τη φωνή ενός ηθοποιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. doubler «διπλασιάζω, φοδράρω» < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»].
Dictionary of Greek. 2013.